- αδουλία
- (I)ἀδουλία, η (Α) [ἄδουλος Ι]το να μην έχει κανείς δούλους για να τόν υπηρετούν, κατά συνέπεια η φτώχεια.————————(II)και -ιά, η [άδουλος ΙΙ]η αδουλεψιά* (1, 2).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀδουλίαν — ἀδουλίᾱν , ἀδουλία being without slaves fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άδουλος — (I) ἄδουλος, ον (Α) 1. αυτός που δεν έχει δούλους, κατά συνέπεια ο πολύ φτωχός 2. (για σπίτια) αυτό που δεν υπηρετείται από δούλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δοῦλος. ΠΑΡ. αρχ. ἀδουλία]. (II) η, ο 1. αυτός που δεν δουλεύει, αν και τό επιθυμεί,… … Dictionary of Greek